- κουρογονία
- κουρο-γονία, ἡ,A begetting of boys,
κ. καὶ θηλυγονίη Hp.Genit.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. καὶ θηλυγονίη Hp.Genit.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek
κουρογονίη — κουρογονία begetting of boys fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek